υστεροπληγία

υστεροπληγία
η, Ν
ιατρ. παράλυση τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + -πληγία (< -πληγος < πληγή), πρβλ. καρδιο-πληγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υστεροπληγία — η (ιατρ.), παράλυση της υστέρας (της μήτρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”